Εξ αφορμής της ευρύτερης συζήτησης για τα «χρυσά διαβατήρια», διαπίστωσα ότι ίσως να μην έχει γίνει ευρύτερα κατανοητή μια πτυχή των διαπραγματεύσεων για τη λύση του κυπριακού, στην οποία ίσως είναι σκόπιμο να αναφερθώ.
Το σχέδιο Ανάν ήταν το πρώτο στο οποίο προτάθηκε πως οι πολιτογραφήσεις που γίνονται στην Κυπριακή Δημοκρατία θα λειτουργούν αντισταθμιστικά προς τη νομιμοποίηση των Τούρκων εποίκων (για το θέμα του εποικισμού βλ. γενικότερα την Έκθεση Laakso, J., ‘Colonisation by Turkish Settlers of the Occupied Part of Cyprus’, 2 Μαϊου 2003, Σταυρινός, Το Έγκλημα του Εποικισμού στο Διεθνές Δίκαιο, Loucaides, L., ‘Expulsion of Settlers from Occupied Territories: The Case of Turkish Settlers’, Λουκαϊδης, Λ., ‘Η Νομική Πτυχή του Προβλήματος των Τούρκων Εποίκων στην Κύπρο’ – ειδικά για τις διατάξεις του Ανάν ως προς το θέμα βλ. Αιμιλιανίδης, Η Υπέρβαση του Κυπριακού Συντάγματος).
Σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 (α) του Ομοσπονδιακού Νόμου που Προβλέπει για την Ιθαγένεια της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο συμπεριλαμβανόταν στο συνολικό πακέτο του «Σχεδίου Ανάν» που τέθηκε σε δημοψήφισμα το 2004, ως πολίτες της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας θα θεωρούνταν όσα πρόσωπα είχαν κυπριακή ιθαγένεια στις 31 Δεκεμβρίου 1963, οι απόγονοί τους, καθώς και οι σύζυγοί των προσώπων αυτών και των απογόνων τους. Η ίδια χρονολογία, δηλαδή το 1963 αναφερόταν και στο προσάρτημα VII, το οποίο ρύθμιζε τα ζητήματα της επηρεαζόμενης περιουσίας. Με τη μέθοδο αυτή, το σχέδιο Ανάν απέφευγε επιμελώς να αναφερθεί στη χρονολογία γένεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή στο 1960, αλλά και στη χρονολογία της τουρκικής εισβολής, θέτοντας ως κρίσιμο χρονικό σημείο τον χρόνο των διακοινοτικών ταραχών του 1963. Ως εκ τούτου δεν θα αποκτάτο αυτόματα η ιθαγένεια του νέου κράτους από όσους έγιναν πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το 1963 (με εξαίρεση όσους έλαβαν την υπηκοότητα λόγω τέλεσης γάμου με πολίτες της Δημοκρατίας, ανεξάρτητα αν αυτοί θεωρούνται ως έποικοι με βάση τις ισχύουσες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου). Οι πολιτογραφηθέντες επομένως θα εξισώνονταν με τους Τούρκους εποίκους, κατά τρόπο ώστε να αποκτούσαν την ιθαγένεια του νέου κράτους, μόνο εφόσον το όνομά τους περιλαμβανόταν σε ένα κατάλογο 45.000 προσώπων, που κάθε πλευρά θα έδινε στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, σύμφωνα με το άρθρο 3 § 2 (α) του Ομοσπονδιακού Νόμου που Προβλέπει για την Ιθαγένεια της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας (ένα επιπρόσθετο ποσοστό εποίκων θα αποκτούσε δικαίωμα μόνιμης εγκατάστασης στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, με δικαίωμα νομιμοποίησης εντός τεσσάρων ετών).
Έκτοτε η τουρκική θέση παραμένει σταθερή ότι ως θέμα διαπραγματευτικού κεκτημένου, όσοι πολιτογραφούνται ως Κύπριοι από την Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να τίθενται σε κατάλογο και αντίστοιχα θα αναγνωρίζεται ο κατάλογος των «πολιτογραφήσεων» που διενεργεί η «ΤΔΒΚ». Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπραγμάτευση του θέματος μεταξύ Χριστόφια-Ταλάτ, όπως την είχα καταγράψει με τους Μιχάλη Κοντό και Γιώργο Κέντα στο βιβλίο «Σημαδεμένη Τράπουλα» το 2010.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά είχε αρνηθεί να συζητήσει χωριστά το ζήτημα των εποίκων. Θέση του Ταλάτ ήταν ότι στην Κύπρο θα έπρεπε να παραμείνουν όσοι έποικοι έχουν «πολιτογραφηθεί» στα κατεχόμενα. Η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε ξεκινήσει με τη θέση αρχής ότι ο εποικισμός είναι έγκλημα πολέμου, εντούτοις πρόσθεσε, με δημόσιες δηλώσεις του Προέδρου Χριστόφια, ότι ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί ως συμβιβασμό την παραμονή μετά την λύση πενήντα χιλιάδων εποίκων. Ενόψει κριτικής που είχε δεχθεί όμως η πρόταση από κόμματα της συγκυβέρνησης, η ελληνοκυπριακή πλευρά υπέβαλε στις προτάσεις της τον Ιούλιο του 2009, ότι θα έπρεπε να διεξαχθεί άμεσα απογραφή του πληθυσμού από ανεξάρτητο διεθνή οργανισμό, έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί ο αριθμός των εποίκων. Επιπρόσθετα, η ελληνοκυπριακή πλευρά δήλωσε την ετοιμότητά της να εξετάσει κατ’ εξαίρεση περιπτώσεις εποίκων που δεν θα έπρεπε να αποχωρήσουν, στη βάση των περιστατικών εκάστης συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ανθρωπιστικών κριτηρίων που προβλέπονται στο διεθνές δίκαιο. Εντούτοις, διευκρίνισε ότι η αποδοχή της εξαίρεσης προϋπέθετε την αποδοχή του προβλήματος του εποικισμού από την τουρκοκυπριακή πλευρά και την υιοθέτηση της θέσης αρχής για αποχώρηση των εποίκων.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά απέρριψε την θέση ότι έχει διεξαχθεί εποικισμός στην Κύπρο, καθώς και το αίτημα για διεξαγωγή απογραφής. Σχολιάζοντας την Έκθεση Laakso, ο Ταλάτ υποστήριξε πως η έκθεση δεν περιλάμβανε σοβαρά στοιχεία, αλλά απλώς μια «αναξιόπιστη συλλογή ελληνοκυπριακών επιχειρημάτων επί του θέματος». Περαιτέρω υπέβαλε πως ο Laakso είχε ως στόχο να εξευτελίσει τους Τουρκοκύπριους και για τον λόγο αυτό του είχε απαγορευθεί η είσοδος στον βορρά. Κατά την συνάντηση της 23ης Ιουλίου 2009 ο Ταλάτ ρώτησε τον Χριστόφια γιατί δεν είχε περιλάβει στο ελληνοκυπριακό έγγραφο ή στα σχόλιά του τις 50.000 εποίκους για την παραμονή των οποίων είχε δεσμευτεί και σημείωσε πως οι θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς βρίσκονταν σε αντίθεση με το πνεύμα με το οποίο ο Χριστόφιας δήλωνε πως προσέγγιζε το θέμα των εποίκων. Ο Χριστόφιας απάντησε πως θα σκεφτόταν κατά πόσο θα έπρεπε να αναφέρει τις 50.000 στα επίσημα έγγραφα, με δεδομένο ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά θα ήθελε σε μια τέτοια περίπτωση να προσθέσει περισσότερους. Κατά την συνάντηση της 30ης Ιουλίου 2009, ο Χριστόφιας σχολίασε πως οι θέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς στο ζήτημα του εποικισμού τον έκαναν «να δει τον κόσμο ανάποδα», εφόσον παραγνωριζόταν εντελώς το διεθνές δίκαιο και η τουρκική εισβολή. Ο Χριστόφιας κατηγόρησε τον Ταλάτ ότι υπεράσπιζε την Τουρκία. Ο Ταλάτ απάντησε πως δεν είχε πρόθεση να υπερασπίσει την Τουρκία, αλλά δεν έβρισκε οποιαδήποτε χρησιμότητα στην άσκηση κριτικής εναντίον της Τουρκίας. Αν οι Ελληνοκύπριοι ήθελαν να καθυστερούν όπως ο Ντενκτάς, τότε θα ήταν αδύνατο να βρεθεί λύση. Ο Χριστόφιας ζήτησε τότε από τον Ταλάτ να μην τον συγκρίνει με τον Ντενκτάς, με αποτέλεσμα ο Ταλάτ να του απαντήσει πως είναι υπερευαίσθητος. Ο Χριστόφιας δήλωσε με απογοήτευση πως για χρόνια ο Ταλάτ ήταν ευαίσθητος, όπως κι εκείνος, αλλά τώρα δεν ήταν πια.